ἀνάμεσος

ἀνάμεσος
ἀνά-μεσος, in der Mitte, πόλεις, Städte mitten im Lande

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀνάμεσος — in the midst masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάμεσος — η, ο (Α ἀνάμεσος, ον) αυτός που βρίσκεται ανάμεσα, στο ενδιάμεσο, στο μέσο νεοελλ. επίρρ. ανάμεσα και ανάμεσο (βλ. ανάμεσα) αρχ. (για πόλεις) αυτή που βρίσκεται στο μέσον, στο κέντρο μιας χώρας, στην ενδοχώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μέσος. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • ανάμεσος — η, ο αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο άλλων: Ζούσαν οι δυο γιοι του, ο πρώτος κι ο τελευταίος, ο ανάμεσός τους είχε σκοτωθεί στον πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνάμεσον — ἀνάμεσος in the midst masc/fem acc sg ἀνάμεσος in the midst neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμέσους — ἀνάμεσος in the midst masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμέσων — ἀνάμεσος in the midst masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάμεσα — ἀνάμεσος in the midst neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάμεσα — και αναμεσά και ανάμεσο και αναμεσό(ν) επίρρ. 1. τοπ. α) μεταξύ, στο μεταξύ β) στο μέσον, διά μέσου 2. χρον. κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, στο μεταξύ διάστημα 3. (για πρόσωπα ή πράγματα) στις μεταξύ τους σχέσεις 4. φρ. «ανάμεσα στ άλλα», εκτός από τα …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻՋԱԿԱՅ — ( ) NBH 2 0278 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 14c ա. διάμεσος, ἁνάμεσος, ἑνεστώς intermedius, praesens, instans. Որ ʼի միջին կայ. կամ Ներկայ. առաջիկայ. *Զմիջակայ զորմն ցանկոյն քակեաց. Եփր. աւետար.: *Յաղթեա՛ բնութեանդ միջակայ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”